ακονισμένος

ακονισμένος
abonné

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ακαχμένος — ἀκαχμένος, η, ον (Α) 1. ο ακονισμένος (Όμ. ε 235) 2. ο οπλισμένος με κοφτερά δόντια Οππ. Κυν. 1.476). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως μετοχικός τ. παρακειμένου. Η λ. προέρχεται πιθανώς από τον αναδιπλασιασμένο αρχικό τ. *ἀκ ακ σ μένος (με δάσυνση… …   Dictionary of Greek

  • ακονιστός — ἀκονιστός, ή, ὸν (Μ) [ἀκονίζω] ο ακονισμένος, τροχισμένος …   Dictionary of Greek

  • αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί …   Dictionary of Greek

  • αυτόθηκτος — αὐτόθηκτος, ον (Α) [θήγω] αυτός που έχει ακονιστεί από μόνος του, πολύ καλά ακονισμένος …   Dictionary of Greek

  • ετερόκοπος — ἑτερόκοπος, ον (Μ) (για ξίφος) αυτός που είναι ακονισμένος στο ένα μέρος («ἑτερόκοπα ξίφη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κοπος (< κόπτω), πρβλ. ά κοπος] …   Dictionary of Greek

  • ευήκης — εὐήκης, εὔηκες (Α) ακονισμένος καλά, αιχμηρός (α. «αἰχμής εὐήκεος», Ομ. Ιλ. β. «εὐήκεα φάσγανα», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήκης (< ακή «αιχμή») το η λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. αμφ ήκης, προ ήκης κ.ά.) βλ. λ. ακ ] …   Dictionary of Greek

  • εύθηκτος — εὔθηκτος, ον (ΑΜ) καλά ακονισμένος, κοφτερός («εὔθηκτον σκέπαρνον») μσν. (για λόγο) ευθύς, εὔστοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηκτός (< θήγω «ακονίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • θηκτός — θηκτός, ή, όν (Α) [θήγω] ακονισμένος, κοφτερός …   Dictionary of Greek

  • οξύθηκτος — ὀξύθηκτος, ον (Α) 1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός 2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος. επίρρ... ὀξυθήκτως (Α) με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία …   Dictionary of Greek

  • πάνθηκτος — ον, Μ (για ξίφος) ο πολύ οξύς, πάρα πολύ ακονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηκτος (< θήγω «ακονίζω»), πρβλ. νεό θηκτος] …   Dictionary of Greek

  • ακονίζομαι — ακονίζομαι, ακονίστηκα, ακονισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”